γενεαλογώ

γενεαλογώ
(ε) μετ. устанавливать родословную;

γενεαλογούμαι

1) — вести свой род, происходить;

2) подвергаться процедуре установления родословной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γενεαλογώ" в других словарях:

  • γενεαλογώ — (AM γενεαλογῶ, έω) [γενεαλόγος] (νεοελλ μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιον αρχ. 1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω 2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογώ — 1. αναζητώ τη γενεαλογία κάποιου. 2. το μέσ., γενεαλογούμαι κατάγομαι από κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αγενεαλόγητος — η, ο (Α ἀγενεαλόγητος, ον) [γενεαλογῶ] αυτός που η γενεαλογία του δεν είναι γνωστή, άνθρωπος με άγνωστη καταγωγή νεοελλ. αυτός που κατάγεται από ασήμαντους προγόνους …   Dictionary of Greek

  • γενεαλόγημα — γενεαλόνημα, το (Μ) [γενεαλογώ] γενεαλογικό δένδρο, γενεαλογία …   Dictionary of Greek

  • προγενεαλογώ — έω, Α συμπεριλαμβάνω στην προηγούμενη γενεαλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γενεαλογῶ (< γενεά + λογῶ*)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»